- υποψιάζομαι
- υποψιάστηκα, μτβ. και αμτβ., σχηματίζω υποψίες (βλ. λ.), υποπτεύομαι, μπαίνω σε ιδέα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποψιάζομαι — υποψιάζομαι, υποψιάστηκα, υποψιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: υποψιάζομαι : η μτχ. υποψιασμένος έχει κυρίως την έννοια → αυτός που (λόγω εμπειρίας, προβληματισμού κτλ.) έχει τις δυνατότητες να αντιληφθεί ευκολότερα κάτι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποψιάζομαι — ὑποψιάζομαι ΝΜ [ὑποψία] νεοελλ. υποπτεύομαι μσν. φοβάμαι … Dictionary of Greek
αλληλοϋποψιάζομαι — υποψιάζομαι κάποιον και αντίστοιχα με υποψιάζεται και αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + υποψιάζομαι] … Dictionary of Greek
καχυποτοπούμαι — καχυποτοπούμαι, έομαι (Α) υποψιάζομαι κακά, συμπεριφέρομαι με καχυποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ὑποτοποῡμαι «υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
προϋποτοπώ — έω, Α εικάζω, υποψιάζομαι προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπῶ «εικάζω, υπονοώ, υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
συνυποπτεύω — Α υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek
εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) … Dictionary of Greek
καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] … Dictionary of Greek